Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

χϑὼν φυτάλμιος

См. также в других словарях:

  • φυτάλμιος — ον, θηλ. και φυταλμία, Α 1. (κυρίως ως προσωνυμία θεών, όπως τού Διός, τού Διονύσου και τού Ποσειδώνος) αυτός που γεννά ή αυτός που τρέφει 2. αυτός που υπάρχει ή προέρχεται από τη φύση, σύμφυτος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φυτάλμιον η παραγωγική δύναμη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»